- έξαρση
- η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω]ύψωση, ανύψωσηνεοελλ.1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας»)2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε ποικίλα γεωλογικά φαινόμενα3. (ψυχολ.) παρόμοια με τον ενθουσιασμό ψυχολογική κατάσταση, κατά την οποία κυριαρχεί κυρίως η φαντασία και το συναίσθημα και παρουσιάζεται συρροή ιδεών χωρίς σοβαρό λογικό ειρμόη έξαρση μπορεί να αποδώσει μεγάλα επιτεύγματα, αλλά η χρόνια έξαρση είναι νοσηρή κατάσταση τού ατόμουμσν.γραμμ. αποβολή γράμματοςαρχ.1. έγερση, ξεσήκωμα για αναχώρηση2. μετατόπιση, απομάκρυνση, αποτροπή («ἔξαρσις κακῶν ἁπάντων», επιγρ.)3. ανατροπή, καταστροφή, κατάλυση («καὶ ἐξαρῶ τὸ ἔθνος ἐκεῑνο ἐξάρσει», Ιερ., ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.